- ακριβοποτίζω
- -ισα, ποτίζω κάτι, δίνω σε κάποιον να πιει με ενδιαφέρον και αγάπη: Τον ακριβοτάιζαν και τον ακριβοπότιζαν τον κανακάρη τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριβοποτίζω — (για φυτά και μτφ. για τα παιδιά) ποτίζω με πολλή στοργή και αγάπη, ακριβανατρέφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ποτίζω] … Dictionary of Greek
ακριβοταγίζω — και ακριβοταΐζω ισα, ισμένος, τρέφω με μεγάλη φροντίδα (βλ. και ακριβοποτίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)